- θόλον
- θόλοςround building with conical rooffem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θολόν — θολός mud masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SEPIA — I. SEPIA mons Arcadiae, apud Tricrena. II. SEPIA piscis, utilis piscationi est, ut et Polypus, teste Aristotele Histor. Animal. l. 4. c. 8 eorum enim odore pisces allecti facilius capiuntur, Voss. de Idolol. l. 4. c. 46. Eadem excrementô suô,… … Hofmann J. Lexicon universale
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek
καταφυσώ — καταφυσῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού φυσώ) 1. εξακοντίζω κάποιο υγρό με φύσημα, καταβρέχω φυσώντας 2. εκτινάσσω, εξαπολύω υγρό («ὁ ἄρρην παρακολουθῶν καταφυσᾷ τὸν θολὸν [τῇ θηλείᾳ]», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
Ταξιάρχες — I Προσωνυμία των αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ. Οι Τ. είναι, κατά τη χριστιανική θρησκεία, των ουρανίων στρατιών αρχιστράτηγοι και ταξιάρχαι των άνω δυνάμεων. Τ. ονομάζεται στα μοναστήρια ο βοηθός του εκκλησιάρχη. Ο Τ. φροντίζει για την τήρηση… … Dictionary of Greek